-
1 μηλον
Iдор. μᾶλον τό1) яблоко Hom. etc.τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. — яблоко Эриды, т.е. раздора;
τὰ χρύσεα μῆλα (sc. Ἑσπερίδων) Soph. — золотые яблоки Гесперид2) (древесный) плод Hom. etc.μ. Κυδώνιον Plut. — айва;
3) шар, округлость(μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.)
μ. ἐπὴ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. — к посоху приделан шаровидный набалдашникII(πολλὰ μῆλ΄, ὄϊές τε καὴ αἶγες Hom.; μῆλα καὴ βοῶν ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὴ ποῖμναι Soph.)
-
2 Κυδωνιος
См. также в других словарях:
κυδώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 97 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν) ο καρπός τής κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση νεοελλ … Dictionary of Greek
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek
квит — I I. в расчете , отквитать(ся). Вероятно, из нем. quitt или ср. нж. нем. quît от ст. франц. quite, лат. quiētus спокойный (Клюге Гётце 463). Стар. русск. квит расписка , начиная с Петра I (см. Смирнов 140), вероятно, через польск. kwit – то же … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Quince — Not to be confused with quints. For other uses, see Quince (disambiguation). Quince Cydonia oblonga flowers Scientific classification … Wikipedia
Kyriakos Charalambides — Infobox Writer name = Kyriakos Charalambides imagesize = 200px caption = pseudonym = birthdate = 31 January 1940 birthplace = Achna, Famagusta, Cyprus deathdate = deathplace = occupation = Poet nationality = Greek Cypriot flagicon|Cyprus period … Wikipedia
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
гутей — род. п. ея айва, Cydonium , укр. гутея. Обычно объясняется из рум. gutui̯u̯ – то же от лат. *cotōneus, cydōneus … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера